Τα τελευταία δέκα χρόνια, κυρίως, οι εκλογικές αναμετρήσεις κρίνονται, όχι από τους μόνιμους ψηφοφόρους των κομμάτων της εκάστοτε αντιπολίτευσης αλλά από το πόσοι ψηφοφόροι θα καταψηφίσουν την εκάστοτε Κυβέρνηση.
Γράφει η Θάλεια Χούντα
δημοσιογράφος – κοινωνιολόγος
Αυτός ο άτυπος «θεσμός» στη νοοτροπία του εκλογικού σώματος έχει γίνει κατανοητός από τα αντιπολιτευόμενα κόμματα και έχουμε φτάσει στο σημείο, αυτά να μιλούν γενικά, να τάζουν γενικά και γενικά να μην κάνουν τίποτα επί της ουσίας, περιμένοντας απλά την κυβερνητική φθορά.
Η οικονομική κατάσταση και η εξ’ αυτής κοινωνική εξαθλίωση έχουν γεμίσει θυμό τους εκλογείς, με αποτέλεσμα να προσωποποιούν την μή μεταβολή των πραγμάτων προς το καλύτερο στους κυβερνώντες. Το κοινωνιολογικά παράδοξο και αποδεικτικό του θυμού, είναι ότι δεν περιμένουν και από τη νέα Κυβέρνηση να αλλάξει δραματικά τα πράγματα, όμως θεωρούν, ότι καταψηφίζοντας ένα κόμμα, το τιμωρούν.
Πρέπει να επισημανθεί όμως, ότι με τη νοοτροπία αυτή αφ’ ενός, δεν αλλάζουν επί της ουσίας τα πράγματα και αφ’ ετέρου, σπαταλάται το μέγιστο δικαίωμα της ψήφου. Η ψήφος πρέπει να είναι θετική προς ένα κόμμα και όχι αρνητική προς κάποιο άλλο. Με τον τρόπο αυτό, θα πιεστούν και τα ίδια τα κόμματα και θα αλλάξουν τον σχεδιασμό τους, ο οποίος πρέπει να είναι επικεντρωμένος στο «αύριο» και στην «πρόοδο» με συγκεκριμένες και εφαρμόσιμες θέσεις.
Δεν υπάρχει πλέον η πολυτέλεια της «χαμένης ψήφου», γιατί αλλιώς η στενωπός θα είναι μακρά.
Πηγή: fimotro.gr