Διεθνή

Αμερικανική Στρατηγική σε Συρία και Ιράκ

analysghhd

Η διάλυση του συριακού και ιρακινού κράτους, ως βασικός στόχος του ΙΚ, θα προκαλούσε διεθνή αναρχία και διατάραξη της υφιστάμενης παγκόσμιας τάξης, που συντηρεί τον ηγεμονισμό των Ηνωμένων Πολιτειών.

Θα απειλούσε άμεσα τα αμερικανικά συμφέροντα, σε οικονομικό επίπεδο και επίπεδο ασφάλειας. Φυσικά, θα επιδείνωνε περαιτέρω και την κατάσταση ασφάλειας των γειτονικών χωρών. Πιθανόν, θα ακολουθούσε η κατάρρευση και άλλων μουσουλμανικών κρατών, όπως ο Λίβανος, η Ιορδανία, η Υεμένη στην Αραβική Χερσόνησο, χώρες της Βόρειας Αφρικής (ήδη, η Λιβύη έχει καταρρεύσει), κ.ά. Εδώ, θα πρέπει να τονίσουμε ότι, από το 1945 και εντεύθεν, η υφιστάμενη παγκόσμια τάξη προώθησε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα τα συμφέροντα των ΗΠΑ και διατήρησε τον παγκόσμιο ηγεμονισμό τους. Επομένως, είναι προφανές ότι έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για άμεση αμερικανική επέμβαση. Προηγουμένως όμως, απαιτείται η χάραξη μιας υψηλής στρατηγικής, η οποία θα πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη της ότι «είναι πιθανή η μετάπτωση-επέκταση της συρο-ιρακινής κρίσης σε έναν περιφερειακό ή ακόμη και παγκόσμιο θρησκευτικό πόλεμο».

Μετά το πέρας της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουαλία (5 Σεπτεμβρίου 2014), ο Αμερικανός πρόεδρος Ομπάμα δήλωσε ότι «οι ΗΠΑ θα κυνηγήσουν τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους και θα εξοντώσουν τους ηγέτες τους, με στόχο να διαλύσουν την οργάνωση». Λίγες ημέρες αργότερα (24 Σεπτεμβρίου 2014), κατά την έναρξη της 69ης Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη, ο Αμερικανός πρόεδρος ζήτησε από την παγκόσμια κοινότητα «να συνδράμει στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους» και τόνισε ότι «θα δημιουργηθεί ένας διεθνής συνασπισμός, που θα καταστρέψει το δίκτυο του θανάτου».

Πρώτη προτεραιότητα λοιπόν για την Ουάσιγκτον είναι η εξόντωση των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ), με την υποστήριξη ενός διεθνούς συνασπισμού. Ποιο είναι όμως το συνολικό σχέδιο των Αμερικανών για τη Συρία και το Ιράκ; Αν διαλυθεί το ΙΚ θα επιλυθούν τα προβλήματα των δύο χωρών και της ευρύτερης περιοχής γενικότερα; Θα αποκατασταθεί το έλλειμμα της περιφερειακής ασφάλειας; Εκτός από τη διεξαγωγή των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, τι άλλο περιλαμβάνει η στρατηγική των Ηνωμένων Πολιτειών γι αυτές τις χώρες;

Η στρατηγική για τη Συρία

Ως γνωστόν, οι τρεις κύριοι δρώντες εντός της Συρίας είναι η συριακή κυβέρνηση, το ΙΚ και η σουννιτική εξτρεμιστική οργάνωση al-Nusra, ενώ η δραστηριότητα των μετριοπαθών σουννιτικών δυνάμεων της αντιπολίτευσης έχει περιορισθεί αισθητά.. Από την πλευρά του, το καθεστώς Άσσαντ έχει χάσει τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους των συριακών εδαφών. Αν και στη διάρκεια του 2013 κατάφερε να ανακάμψει, με τη βοήθεια του Ιράν, της στρατιωτικής πτέρυγας της Hezbollah και των Ιρακινών σιιτών πολιτοφυλάκων, της διεξαγωγής μαζικών αεροπορικών επιδρομών, της χρήσης χημικών όπλων και της δημιουργίας ανθρωπιστικής κρίσης, εντούτοις απέτυχε να καταστρέψει πλήρως την αντιπολίτευση, να ανακτήσει τον έλεγχο της περιοχής του Χαλεπίου και τα εδάφη της ανατολικής Συρίας. Η συριακή κυβέρνηση έχει κατ’ επανάληψη παραβιάσει το διεθνές δίκαιο. Ως εκ τούτου, έχει απολέσει τη νομιμοποίησή της ως μέλος της διεθνούς κοινότητας. Επιπρόσθετα, τροφοδότησε τη βία που ασκούν σήμερα οι σουννίτες τζιχαντιστές και ιδιαίτερα το ΙΚ και η al-Nusra.

Η κατάσταση που επικρατεί στη Συρία χαρακτηρίζεται ως χαοτική. Ήδη, σύμφωνα με τον ΟΗΕ, το σύνολο των καταγεγραμμένων ανθρώπινων απωλειών κατά τη διάρκεια του συριακού εμφύλιου (Μάρτιος 2011 – Απρίλιος 2014) ανήλθε σε 191.369 νεκρούς και συνεχίζει να αυξάνεται.[1] Επιπρόσθετα, η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR) εκτιμά ότι περισσότερα από 3 εκατ. Σύριοι πρόσφυγες έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, ενώ οι εσωτερικά εκτοπισμένοι ανέρχονται σε 6,4 εκατ. Συνολικά, 10,8 εκατ. χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια.[2] Η βία κυριαρχεί σε όλα τα μέτωπα, γεγονός που οδηγεί αφενός σε αδιέξοδο τη διεθνή κοινότητα για την εφαρμογή μιας αισιόδοξης στρατηγικής, αφετέρου στην εκτίμηση ότι σε περιφερειακό επίπεδο η κατάσταση ασφάλειας είναι σχεδόν αδύνατον να βελτιωθεί. Αντίθετα μάλιστα, όλες οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για μελλοντική επιδείνωση της συγκρουσιακής κατάστασης και για επέκταση της βίας και εκτός των συρο-ιρακινών εδαφών.

Για τους Αμερικανούς, ο Άσσαντ πρέπει να απομακρυνθεί από την εξουσία, το ΙΚ πρέπει να ηττηθεί και φυσικά η al-Nusra, ως παρακλάδι της αλ-Κάιντα, δεν θα ήταν «φρόνιμο» να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στη μετά-Άσσαντ εποχή. Ποιος όμως είναι ο αντικειμενικός σκοπός της στρατηγικής της Ουάσιγκτον για τη Συρία; Ποια είναι η μελλοντική κατάσταση, που θα προωθούσε τόσο τα αμερικανικά συμφέροντα όσο και τα συμφέροντα των συμμάχων της; Όντως, πρόκειται για ένα δυσεπίλυτο γρίφο, καθώς η απόσταση μεταξύ των τζιχαντιστών και των υπόλοιπων ένοπλων σουννιτικών ομάδων της αντιπολίτευσης δεν είναι ιδιαίτερα διακριτή.

Η εφαρμογή μιας στρατηγικής, που θα υποσχόταν θετικές εξελίξεις για την περιοχή, σε πρώτη φάση θα πρέπει να περιλαμβάνει την αντιμετώπιση του ΙΚ. Αυτό ήδη έχει αποφασισθεί και εφαρμόζεται, έστω και επιχειρησιακά ανορθόδοξα. Όμως, η διάλυση του ΙΚ δεν είναι παρά μόνο ο πρώτος στόχος αυτής της στρατηγικής. Ο δεύτερος στόχος περιλαμβάνει δύο φάσεις. Η πρώτη φάση δεν είναι άλλη από το διαχωρισμό και την περιθωριοποίηση της al-Nusra, από τις υπόλοιπες μετριοπαθείς σουννιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης. Σήμερα, οι ένοπλες ομάδες της συριακής αντιπολίτευσης δεν διαθέτουν την απαιτούμενη επιχειρησιακή δυνατότητα, προκειμένου να διεξάγουν με επιτυχία επιχειρήσεις σε πολλαπλά μέτωπα κατά του καθεστώτος. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν, έστω κι αν περιορίζεται η αντικαθεστωτική τους δραστηριότητα μόνο στην περιοχή του Idlib, της Hama, της Deraa, της Δαμασκού και του Χαλεπίου. Ουσιαστικά, εδώ και τρία περίπου χρόνια μάχονται κατά τριών εχθρικών δυνάμεων (του συριακού καθεστώτος, της al-Nusra και του ΙΚ), γεγονός που τους προκάλεσε σημαντική φθορά. Η δεύτερη φάση της αμερικανικής στρατηγικής επικεντρώνεται στην υποστήριξη και ανάκαμψη, σε πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο, της σουννιτικής αντιπολίτευσης και την απαλλαγή της από την παρουσία των υπόλοιπων εξτρεμιστικών σουννιτικών δυνάμεων.

Ο τρίτος στόχος είναι η απομάκρυνση του Άσσαντ από την εξουσία. Ένας στόχος, που έθεσε η Ουάσιγκτον σχεδόν από την έναρξη του συριακού εμφύλιου, αλλά δεν κατάφερε να πετύχει. Ωστόσο, προς το παρόν, επείγει η εφαρμογή του πρώτου και δεύτερου στόχου. Καθόλου απίθανο αυτό το σενάριο, ο τρίτος δηλαδή στόχος, να έχει προαποφασισθεί παρασκηνιακά μεταξύ Ουάσιγκτον και Μόσχας, οπότε μεταξύ άλλων θα πρέπει να σχετίζεται και με τη διευθέτηση της ουκρανικής κρίσης.

Το επόμενο μείζον ερώτημα είναι «πως η εφαρμογή αυτής της στρατηγικής, μέσω της επίτευξης των τριών στόχων που προαναφέρθηκαν, θα μπορούσε να βελτιώσει την κατάσταση στη Συρία;». Η προφανής απάντηση είναι ότι η Ουάσιγκτον ευελπιστεί, αφού προηγουμένως «μεταλλάξει» τους κύριους εσωτερικούς δρώντες, να προχωρήσει στον τέταρτο στόχο της στρατηγικής της. Δηλαδή, να οδηγήσει τους αλαουίτες, τους σουννίτες και τους Κούρδους της Συρίας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η αλαουιτική κοινότητα απαλλαγμένη από τον Άσσαντ και η συριακή αντιπολίτευση απαλλαγμένη από τους τζιχαντιστές, μαζί με τη συριακή κουρδική κοινότητα, να διαπραγματευθούν για το μέλλον της Συρίας. Επειδή όμως, η σχέση μεταξύ των αλαουιτών και των σουννιτών αξιολογείται ως μη αναστρέψιμη, ίσως η μοναδική πιθανή εξέλιξη, αν και εξαιρετικά φιλόδοξη, θα ήταν μια συμφωνία για τη δημιουργία μιας ομοσπονδίας δύο ή τριών αυτόνομων περιοχών. Σε αντίθετη περίπτωση, είναι αναμενόμενο ότι η συγκρουσιακή κατάσταση θα συνεχισθεί, με αποτέλεσμα τη διατήρηση της υφιστάμενης de facto τριχοτόμησης της χώρας (σιίτες στη δυτική Συρία, σουννίτες στην ανατολική και Σύριοι Κούρδοι στις βόρειες περιοχές), που θα ταλανίζει για άγνωστο χρονικό διάστημα την ευρύτερη περιοχή και όχι μόνο.

Η στρατηγική για το Ιράκ

Μετά την αμερικανο-βρετανική εισβολή στο Ιράκ, αν και η σιιτική ιρακινή κυβέρνηση διατήρησε τη νομιμότητά της στα μάτια της διεθνούς κοινότητας, εντούτοις έχασε την αξιοπιστία της στα μάτια του σουννιτικού και κουρδικού πληθυσμού του Ιράκ. Για το λόγο αυτό, η νέα ιρακινή κυβέρνηση του Haider al-Abadi δεν αναμένεται να ανακτήσει γρήγορα την εμπιστοσύνη των μη σιιτικών κοινοτήτων και ειδικά της κουρδικής κοινότητας που προσδοκά στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους.

Σε πολιτικό επίπεδο, η κατάσταση στο Ιράκ άρχισε να επιδεινώνεται δραματικά μετά την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων, στα τέλη του 2011. Ο πρώην πρωθυπουργός Nouri al-Maliki συστηματικά ασκούσε φιλο-σιιτική πολιτική, γεγονός που το Δεκέμβριο του 2012 πυροδότησε κινήματα διαμαρτυρίας στις σουννιτικές κοινότητες, κυρίως των βόρειων και δυτικών επαρχιών του Ιράκ. Σε αντίδραση, ο Maliki απείλησε να σχηματίσει μια νέα κυβέρνηση χωρίς τη συμμετοχή σουννιτών, ενώ από την πλευρά της η αλ-Κάιντα του Ιράκ (al-Qaeda in Iraq – AQI) αποφάσισε να πολλαπλασιάσει τις επιθέσεις της κατά των Ιρακινών σιιτών πολιτών.

Τον Απρίλιο του 2013, η AQI μετονομάσθηκε σε ΙΚ και ταυτόχρονα αύξησε περαιτέρω τις επιθέσεις της, απελευθέρωσε πρώην μέλη της από τις ιρακινές φυλακές και επέκτεινε τη δράση της και εντός του συριακού εδάφους. Η εκστρατεία των ιρακινών ενόπλων δυνάμεων κατά του ΙΚ δημιούργησε μεγαλύτερη αποξένωση των σουννιτών από τις υπόλοιπες ιρακινές κοινότητες. Αυτό το χάσμα, μέχρι τον Απρίλιο του 2014, οδήγησε χιλιάδες σιίτες να ενταχθούν ως πολιτοφύλακες στις ιρακινές δυνάμεις ασφάλειας, προκειμένου να πολεμήσουν κατά των σουννιτών τζιχαντιστών. Παρόλα αυτά, οι τζιχαντιστές του ΙΚ επιτέθηκαν κατά του ιρακινού στρατού και των Κούρδων Peshmerga, προλειαίνοντας την κύρια επίθεσή τους στη Μοσούλη, ενώ σήμερα απειλούν και την ίδια την ιρακινή πρωτεύουσα. Από την πλευρά του, ο ιρακινός στρατός όχι μόνο δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις των τζιχαντιστών, αλλά υποχώρησε άτακτα.

Έως τις αρχές Οκτωβρίου του 2014, η κατάσταση ασφάλειας του Ιράκ παρουσίαζε συνεχή και σημαντική επιδείνωση. Η ιρακινή κυβέρνηση έχασε τον έλεγχο της πλειοψηφίας των σουννιτικών περιοχών και ιδιαίτερα των επαρχιών Ninewa, Anbar και Salah ad-Din. Οι τζιχαντιστές του ΙΚ ανέλαβαν τον έλεγχο αρκετών πόλεων (Μοσούλη, Baiji, Tikrit, Hawijah, Fallujah, Tal Afar, Sinjar, κ.α.) και συνέχισαν να διεξάγουν ευκαιριακές θεαματικές επιθέσεις ακόμη και εντός της ιρακινής πρωτεύουσας. Σε επιχειρησιακό επίπεδο, οι ιρακινές ένοπλες δυνάμεις και οι Κούρδοι Peshmerga έχουν υποστεί σοβαρά πλήγματα και δεν είναι πλέον σε θέση να ανακαταλάβουν το χαμένο έδαφος, χωρίς τη σημαντική υποστήριξη ξένων δυνάμεων. Απλά, οι ιρακινές ένοπλες δυνάμεις, με την υποστήριξη της Hezbollah, Ιρακινών σιιτών πολιτοφυλάκων και με τη μαζική κινητοποίηση σιιτών εθελοντών, σε κάποιες περιπτώσεις κατάφεραν να επιβραδύνουν την προέλαση των τζιχαντιστών.

Και για το Ιράκ λοιπόν, πρώτος στόχος είναι η διάλυση του ΙΚ και των υπόλοιπων ένοπλων σουννιτικών οργανώσεων με τις οποίες συνεργάζεται.[3] Όπως στη Συρία, έτσι και στην περίπτωση του Ιράκ έχει σχεδιασθεί κάτι ανάλογο σε πολιτικό επίπεδο. Φυσικά, δεν πρόκειται να ανατραπεί η κεντρική κυβέρνηση της Βαγδάτης. Ο σιίτης Haider al-Abadi θα συνεχίσει το κυβερνητικό του έργο. Με μια διαφορά. Θα ασκηθούν πιέσεις, τόσο από την Ουάσιγκτον όσο και από τους συμμάχους της, προκειμένου να ψηφισθεί στην ιρακινή Βουλή ο Hydrocarbon Law Iraq, που μεταξύ άλλων αναφέρεται στα ποσοστά που θα μοιράζεται η κάθε ιρακινή κοινότητα, από τα συνολικά κέρδη της εξαγωγής των υδρογονανθράκων. Πολύ πιθανόν, να αποφασισθεί με δημοψήφισμα(;) και το μελλοντικό status της πλούσιας σε κοιτάσματα πετρελαίου περιοχής του Κιρκούκ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα δημιουργηθεί και στο Ιράκ μια ομοσπονδία με τρεις αυτόνομες κρατικές οντότητες (σιιτική, σουννιτική και κουρδική).

Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η αμερικανική στρατηγική χαρακτηρίζεται ως αρκετά φιλόδοξη. Εκτός του ότι απαιτεί μια συνεχή πολυεθνική και μακροχρόνια προσπάθεια, κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί για το τελικό αποτέλεσμα. Επιπρόσθετα, μετά το πέρας των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων –άγνωστο πότε- αναμένονται σοβαρές αντιδράσεις σχεδόν από το σύνολο των εθνο-θρησκευτικών κοινοτήτων τόσο της Συρίας όσο και του Ιράκ. Τέλος, για λόγους κυρίως περιφερειακής σταθερότητας, ενεργειακής ασφάλειας, αλλά και προώθησης των συμφερόντων δυτικών πετρελαϊκών πολυεθνικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στο Ιράκ και μελλοντικά θα επιδιώξουν να επενδύσουν και στη Συρία, εκτιμάται ότι το αμερικανικό σχέδιο δεν προβλέπει τη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στο Βόρειο Ιράκ.

Βασίλης Γιαννακόπουλος*

γεωστρατηγικός αναλυτής

[1] UN High Commissioner for Human Rights, “Updated Statistical Analysis of Documentation of Killings in the Syrian Arab Republic”, August 2014, p. 2
[2] USAID, “Syria”, September 17, 2014
[3] Το ΙΚ δεν είναι η μόνη ένοπλη σουννιτική οργάνωση που εξεγέρθηκε στο Ιράκ κατά της φιλο-σιιτικής κεντρικής κυβέρνησης της Βαγδάτης. Έχουν ιδρυθεί και άλλες αντικυβερνητικές-αντισιιτικές ένοπλες ομάδες, όπως το Fallujah Military Council (Στρατιωτικό Συμβούλιο της Fallujah), το οποίο συνεργάζεται με το ΙΚ, καθώς και το Γενικό Στρατιωτικό Συμβούλιο των Ιρακινών Επαναστατών, το οποίο συνεργάζεται με το το Naqshbandi Army ή JRTN (Στρατός του Naqshbandi), μια μπααθική ένοπλη οργάνωση που δραστηριοποιείται στην περιοχή της Μοσούλης.

Πηγή: http://www.geostrategy.gr/

Πληροφορίες για το συντάκτη

dialogoi.gr

Προσθήκη σχολίου

Κάνετε κλικ για να εισάγετε το σχόλιο σας

Ξεχώρισαν