Controlled by Houthis and Saleh loyalists
Controlled by Hadi loyalists
Controlled by al-Qaeda, and Ansar al-Sharia
Controlled by the Southern Movement
(For a more detailed map, see Map of the current military situation in Yemen)
Του Κώστα Ράπτη
Συγκροτώντας στρατιωτική συμμαχία δέκα σουνιτικών, όχι μόνο αραβικών, κρατών και εξαπολύοντας την Πέμπτη την επιχείρηση “Asifat al-Hazm” (Θύελλα Αποφασιστικότητας) εναντίον των ανταρτών Houthi της Υεμένης, η Σαουδική Αραβία ανέλαβε το μεγαλύτερο ρίσκο σε όλη την πρόσφατη ιστορία της.
Είναι προφανές ότι η προέλαση των Houthi προς το λιμάνι του Άντεν, καθιστούσε την ανάληψη δράσης από πλευράς των Σαουδαράβων απολύτως επιτακτική, καθώς οι εξελίξεις όχι μόνο υποχρέωσαν το νόμιμο Υεμενίτη πρόεδρο Hadi να εγκαταλείψει το τελευταίο προπύργιό του στη χώρα, αλλά έφεραν τους αντάρτες κυρίαρχους της (εγκαταλελειμμένης εσπευσμένα από τους Αμερικανούς πεζοναύτες στρατιωτικούς συμβούλους) στρατιωτικής βάσης από την οποία συντονίζονταν οι επιχειρήσεις μη επανδρωμένων αεροσκαφών εναντίον της “Αλ Κάιντα στην Αραβική Χερσόνησο”. Και το κυριότερο: οι Houthi βρέθηκαν σε θέση να ελέγξουν προοπτικά τα στενά του Bab-el-Mandeb, απ΄ όπου διακινούνται θαλασσίως 3,8 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα.
Ο συναγερμός που σήμανε στο Ριάντ ήταν ο μεγαλύτερος από το 1990, οπότε ο Saddam Hussein κατέλαβε αιφνιδιαστικά το Κουβέιτ. Όμως σε αντίθεση με την εποχή εκείνη, οπότε την ασφάλεια του βασιλείου ανέλαβαν οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις, η τωρινή κρίση αντιμετωπίζεται από τους Σαούντ με ίδια μέσα, καθώς η εμπιστοσύνη προς την Ουάσιγκτον αποτελεί στο Ριάντ είδος εν ανεπαρκεία.
Έχουν μεσολαβήσει πολλά: η ευκολία με την οποία οι ΗΠΑ αποδέχθηκαν το 1991 την πτώση του Hοsni Mubarak στην Αίγυπτο, η υπαναχώρηση του Barack Obama τον Σεπτέμβριο του 2013 από την προετοιμαζόμενη επέμβαση εναντίον του Assad στη Συρία και, κυρίως, τα σαφή μηνύματα της αμερικανικής πλευράς ότι ενδιαφέρεται να οδηγηθεί σε συμφωνία με τον μεγάλο περιφερειακό ανταγωνιστή της Σαουδικής Αραβίας, το Ιράν, για το πυρηνικό του πρόγραμμα και όχι μόνο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως δήλωσε ο διοικητής της αρμόδιας για τη Μέση Ανατολή Κεντρικής Διοίκησης (Centcom) των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Lloyd Austin, ενώπιον επιτροπής της Γερουσίας, οι Σαουδάραβες δεν τον ενημέρωσαν για την επιχείρηση “Asifat al-Hazm” παρά λίγο πριν από την έναρξή της. Επιπλέον, μη κατονομαζόμενοι Αμερικανοί αξιωματούχοι, τους οποίους επικαλείται ανάλυση του πρακτορείου Reuters, υπό τον τίτλο “Με τα πλήγματα στην Υεμένη, οι Σαουδάραβες δείχνουν την όλο και μεγαλύτερη ανεξαρτησία τους από τις ΗΠΑ”, παρατηρούν με νόημα ότι η στρατιωτική επιχείρηση “Asifat al-Hazm” μοιάζει με “αντίδραση πανικού”, ότι οι στρατηγικοί της στόχοι είναι ασαφείς και ότι η συμμαχία των δέκα κρατών συγκροτήθηκε τόσο βιαστικά, ώστε να εγείρονται ερωτήματα για τη διάρκεια και την αποτελεσματικότητά της. Επιπλέον, οι ίδιοι αξιωματούχοι υποβαθμίζουν τις καταγγελίες του Ριάντ ότι πίσω από την προέλαση των Houthi βρίσκεται το Ιράν και η λιβανική Χεζμπολλάχ.
Πράγματι, η εξέγερση των Houthi (που εκδηλώθηκε το 2004 και κατέληξε σε μια πρώτη εκεχειρία μετά την ήττα των κυβερνητικών, αλλά και σαουδαραβικών δυνάμεων που ανέλαβαν να την καταστείλουν το 2009) έχει αίτια κυρίως ενδογενή και δεν μπορεί να επιλυθεί παρά με μία πολιτική συμφωνία κατανομής και αποκέντρωσης της εξουσίας – που θα ικανοποιεί και το, άλλοτε ανεξάρτητο, νότιο τμήμα της χώρας. Το ότι το ίδιο το Ριάντ κρατούσε χαμηλό προφίλ, όσο ακόμη φαινόταν πιθανή μια τέτοια συμφωνία, ήτοι από τον περασμένο Σεπτέμβριο, οπότε οι Houthi εισήλθαν στην πρωτεύουσα Σανάα, μέχρι τον Ιανουάριο, οπότε ανέτρεψαν τον Hadi, είναι ενδεικτικό. Άλλωστε, σε πολιτικό επίπεδο η κατάσταση έχει περιπλακεί από την συμμαχία των Houthi με τον ανατραπέντα κατά την Αραβική Άνοιξη του 2011 πρώην πρόεδρο Saleh, ο οποίος σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ενεργούμενο της Τεχεράνης – αλλά αποτελεί παλαιό πονοκέφαλο για το Ριάντ, π.χ. από τότε που έπαιρνε το μέρος του Saddam Hussein, με αποτέλεσμα η Σαουδική Αραβία να απελάσει έως και ένα εκατομμύριο Υεμενίτες μετανάστες.
Ενδογενή είναι όμως σε μεγάλο βαθμό και τα αίτια της στρατιωτικής κινητοποίησης του Ριάντ: ξεκινούν από την ανάγκη να επιβεβαιωθούν στον ρόλο τους ο νέος μονάρχης Salman και ο νέος υπουργός Άμυνας (και υιός του) πρίγκηπας Muhammad, να αποκρουσθεί προληπτικά ο κίνδυνος για την εσωτερική ασφάλεια που προκύπτει από την παρουσία ομοθρήσκων των Houthi στις επαρχίες που συνορεύουν με την Υεμένη και αποτελούσαν τμήμα της πριν από το 1934, καθώς και από την ανάγκη να τονωθεί η “εθνική ενότητα” εν μέσω κοινωνικών εντάσεων, αλλά και αλλεπάλληλων αποτυχιών του Ριάντ να πετύχει τους περιφερειακούς του στόχους τα τελευταία χρόνια.
Ο θηριώδης εξοπλιστικός προϋπολογισμός της Σαουδικής Αραβίας και η ένταξη στην δεκαμελή συμμαχία χωρών με ισχυρούς στρατούς όπως το Πακιστάν και η Αίγυπτος δίνει την εντύπωση ενός συσχετισμού εξαιρετικά δυσμενούς για τους Houthi. Ωστόσο, οι αεροπορικές επιδρομές δεν αρκούν – και είναι αμφίβολο αν θα υπάρξουν οι απαραίτητες χερσαίες επιχειρήσεις, που ενέχουν τον κίνδυνο μιας μακράς και χωρίς σαφή ορίζοντα εμπλοκής σε ένα δύσβατο ορεινό πεδίο, με αντιπάλους έμπειρους σκληροτράχηλους αντάρτες οι οποίοι θα μάχονται υπέρ εστιών.
Αν η πτώση του Άντεν αποτελούσε το ένα σκέλος του δύσκολου διλήμματος που αντιμετώπισε το Ριάντ, το άλλο σκέλος είναι η προοπτική μιας τέτοιας, παρατεταμένης και φθοροποιού, σύρραξης, την οποία λ.χ. η Αίγυπτος και το Πακιστάν δύσκολα θα συνδυάσουν με την αντιμετώπιση των δικών τους δύσκολων εκκρεμοτήτων με τους αντάρτες του Σινά ή τους Πακιστανούς Ταλιμπάν. Η έκκληση του Γ.Γ. του ΟΗΕ Ban-Ki-Moon προς την Αραβική Σύνοδο Κορυφής στο Sharm el Sheikh το Σάββατο για την αναζήτηση πολιτικής λύσης υπαγορεύεται από σωφροσύνη.
Έχουν μεσολαβήσει πολλά: η ευκολία με την οποία οι ΗΠΑ αποδέχθηκαν το 1991 την πτώση του Hοsni Mubarak στην Αίγυπτο, η υπαναχώρηση του Barack Obama τον Σεπτέμβριο του 2013 από την προετοιμαζόμενη επέμβαση εναντίον του Assad στη Συρία και, κυρίως, τα σαφή μηνύματα της αμερικανικής πλευράς ότι ενδιαφέρεται να οδηγηθεί σε συμφωνία με τον μεγάλο περιφερειακό ανταγωνιστή της Σαουδικής Αραβίας, το Ιράν, για το πυρηνικό του πρόγραμμα και όχι μόνο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως δήλωσε ο διοικητής της αρμόδιας για τη Μέση Ανατολή Κεντρικής Διοίκησης (Centcom) των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Lloyd Austin, ενώπιον επιτροπής της Γερουσίας, οι Σαουδάραβες δεν τον ενημέρωσαν για την επιχείρηση “Asifat al-Hazm” παρά λίγο πριν από την έναρξή της. Επιπλέον, μη κατονομαζόμενοι Αμερικανοί αξιωματούχοι, τους οποίους επικαλείται ανάλυση του πρακτορείου Reuters, υπό τον τίτλο “Με τα πλήγματα στην Υεμένη, οι Σαουδάραβες δείχνουν την όλο και μεγαλύτερη ανεξαρτησία τους από τις ΗΠΑ”, παρατηρούν με νόημα ότι η στρατιωτική επιχείρηση “Asifat al-Hazm” μοιάζει με “αντίδραση πανικού”, ότι οι στρατηγικοί της στόχοι είναι ασαφείς και ότι η συμμαχία των δέκα κρατών συγκροτήθηκε τόσο βιαστικά, ώστε να εγείρονται ερωτήματα για τη διάρκεια και την αποτελεσματικότητά της. Επιπλέον, οι ίδιοι αξιωματούχοι υποβαθμίζουν τις καταγγελίες του Ριάντ ότι πίσω από την προέλαση των Houthi βρίσκεται το Ιράν και η λιβανική Χεζμπολλάχ.
Πράγματι, η εξέγερση των Houthi (που εκδηλώθηκε το 2004 και κατέληξε σε μια πρώτη εκεχειρία μετά την ήττα των κυβερνητικών, αλλά και σαουδαραβικών δυνάμεων που ανέλαβαν να την καταστείλουν το 2009) έχει αίτια κυρίως ενδογενή και δεν μπορεί να επιλυθεί παρά με μία πολιτική συμφωνία κατανομής και αποκέντρωσης της εξουσίας – που θα ικανοποιεί και το, άλλοτε ανεξάρτητο, νότιο τμήμα της χώρας. Το ότι το ίδιο το Ριάντ κρατούσε χαμηλό προφίλ, όσο ακόμη φαινόταν πιθανή μια τέτοια συμφωνία, ήτοι από τον περασμένο Σεπτέμβριο, οπότε οι Houthi εισήλθαν στην πρωτεύουσα Σανάα, μέχρι τον Ιανουάριο, οπότε ανέτρεψαν τον Hadi, είναι ενδεικτικό. Άλλωστε, σε πολιτικό επίπεδο η κατάσταση έχει περιπλακεί από την συμμαχία των Houthi με τον ανατραπέντα κατά την Αραβική Άνοιξη του 2011 πρώην πρόεδρο Saleh, ο οποίος σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ενεργούμενο της Τεχεράνης – αλλά αποτελεί παλαιό πονοκέφαλο για το Ριάντ, π.χ. από τότε που έπαιρνε το μέρος του Saddam Hussein, με αποτέλεσμα η Σαουδική Αραβία να απελάσει έως και ένα εκατομμύριο Υεμενίτες μετανάστες.
Ενδογενή είναι όμως σε μεγάλο βαθμό και τα αίτια της στρατιωτικής κινητοποίησης του Ριάντ: ξεκινούν από την ανάγκη να επιβεβαιωθούν στον ρόλο τους ο νέος μονάρχης Salman και ο νέος υπουργός Άμυνας (και υιός του) πρίγκηπας Muhammad, να αποκρουσθεί προληπτικά ο κίνδυνος για την εσωτερική ασφάλεια που προκύπτει από την παρουσία ομοθρήσκων των Houthi στις επαρχίες που συνορεύουν με την Υεμένη και αποτελούσαν τμήμα της πριν από το 1934, καθώς και από την ανάγκη να τονωθεί η “εθνική ενότητα” εν μέσω κοινωνικών εντάσεων, αλλά και αλλεπάλληλων αποτυχιών του Ριάντ να πετύχει τους περιφερειακούς του στόχους τα τελευταία χρόνια.
Ο θηριώδης εξοπλιστικός προϋπολογισμός της Σαουδικής Αραβίας και η ένταξη στην δεκαμελή συμμαχία χωρών με ισχυρούς στρατούς όπως το Πακιστάν και η Αίγυπτος δίνει την εντύπωση ενός συσχετισμού εξαιρετικά δυσμενούς για τους Houthi. Ωστόσο, οι αεροπορικές επιδρομές δεν αρκούν – και είναι αμφίβολο αν θα υπάρξουν οι απαραίτητες χερσαίες επιχειρήσεις, που ενέχουν τον κίνδυνο μιας μακράς και χωρίς σαφή ορίζοντα εμπλοκής σε ένα δύσβατο ορεινό πεδίο, με αντιπάλους έμπειρους σκληροτράχηλους αντάρτες οι οποίοι θα μάχονται υπέρ εστιών.
Αν η πτώση του Άντεν αποτελούσε το ένα σκέλος του δύσκολου διλήμματος που αντιμετώπισε το Ριάντ, το άλλο σκέλος είναι η προοπτική μιας τέτοιας, παρατεταμένης και φθοροποιού, σύρραξης, την οποία λ.χ. η Αίγυπτος και το Πακιστάν δύσκολα θα συνδυάσουν με την αντιμετώπιση των δικών τους δύσκολων εκκρεμοτήτων με τους αντάρτες του Σινά ή τους Πακιστανούς Ταλιμπάν. Η έκκληση του Γ.Γ. του ΟΗΕ Ban-Ki-Moon προς την Αραβική Σύνοδο Κορυφής στο Sharm el Sheikh το Σάββατο για την αναζήτηση πολιτικής λύσης υπαγορεύεται από σωφροσύνη.
Πηγή: capital.gr
Προσθήκη σχολίου