Νικολάι Σουρκόφ, RBTH
Ρώσοι ειδικοί συγκλίνουν στην άποψη πως η κρίση στην Υεμένη δεν πρέπει να θεωρείται σαν μέρος της διαμάχης μεταξύ σιιτών και σουνιτών, παρά τις προσπάθειες της Σαουδικής Αραβίας να την παρουσιάσει ως τέτοια.
Ο Λεονίντ Ισάεφ από την Ανώτατη Οικονομική Σχολή χαρακτήρισε ως προπαγάνδα τις ανακοινώσεις του Ριάντ ότι οι σιίτες με την υποστήριξη της Τεχεράνης κατέλαβαν την εξουσία στην Υεμένη και ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστεί δυναμικά το Ιράν και η ισχυροποίησή του στον αραβικό κόσμο.
«Την ευθύνη για την κατάσταση στην Υεμένη -τίνισε ο ίδιος- δεν την έχει η Τεχεράνη, αλλά ο πρώην πρόεδρος, Χάντι, ο οποίος ήταν αδύναμος και δεν κατάφερε να φέρει εις πέρας τα καθήκοντά του. Επί των ημερών του άνθισε η διαφθορά, η γραφειοκρατία και η υπεξαίρεση του δημοσίου χρήματος. Απώθησε όλες τις πολιτικές δυνάμεις του Βορρά, ενώ η προσφυγή του στη Σαουδική Αραβία για στρατιωτική βοήθεια οδήγησε στο ότι ακόμη και οι νότιοι έπαυσαν να τον υποστηρίζουν. Έχει χρεοκοπήσει πολιτικά και δεν θα μπορέσει πια να επιστρέψει στην Υεμένη».
Ο ανεξάρτητος ειδικός σε θέματα Μέσης Ανατολής, Αντρέι Στεπάνοφ, εκτιμά ότι η σαουδαραβική ηγεσία φοβάται ότι το Ιράν θα περικυκλώσει τη χώρα τους. «Αυτή η παράνοια -όπως είπε- εντάθηκε εξαιτίας του ότι οι Αμερικάνοι το 2001 είχαν παραδώσει τον Μουμπάρακ και σήμερα συνομιλούν με τον Ρουχανί. Λόγω και της υφιστάμενης προπαγάνδας, αυτό ώθησε το Ριάντ στη δημιουργία συνασπισμού και στην έναρξη της στρατιωτικής επιχείρησης».
Υπερβολική διόγκωση
Σύμφωνα με τον Στεπάνοφ, ο ρόλος που έχει αποδοθεί στο Ιράν στα γεγονότα της Υεμένης έχει εξογκωθεί υπερβολικά. «Η σύγκρουση στην Υεμένη -ανέφερε- είναι καθαρά εσωτερική. Στις συνθήκες διάλυσης του κράτους, πέρασαν στο προσκήνιο οι Χούτι, τους οποίους υποστηρίζει ένα μεγάλο τμήμα των φυλών των Ζαΐντι και ένα επίσης μεγάλο τμήμα του στρατού. Τους υποστηρίζει ακόμη και ένα μέρος των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων στις πόλεις. Δεν είναι απλοί εξτρεμιστές. Διαθέτουν σημαντική υποστήριξη στο Βορρά και στην κεντρική χώρα».
Ο διευθυντής του Κέντρου Ανατολικών μελετών της Διπλωματικής Ακαδημίας του υπουργείου Εξωτερικών της Ρωσίας, πρέσβης Ολέγκ Περεσίπκιν, θεωρεί και αυτός ότι το Ιράν συμπαθεί τους Χούτι, αλλά δεν οργάνωσε αυτό τη σημερινή κρίση. Όπως εξήγησε, «οι Ιρανοί έχουν αρκετά δικά τους προβλήματα στη Συρία και στο Ιράκ».
Πετρέλαιο: Πρόφαση για εισβολή
Απαντες οι ειδικοί δεν συμμερίζονται την εκδοχή ότι η στρατιωτική επέμβαση προκλήθηκε από την απειλή διατάραξης της ναυσιπλοΐας στα στενά του Μπαμπ Ελ Μαντέμπ (μεταξύ Ερυθράς θάλασσας και Ινδικού). Αυτό πιθανότατα αποτελεί μια πρόφαση για να δικαιολογηθεί η χρήση βίας.
Ειδικότερα, ο Λεονίντ Ισάεφ τόνισε ότι οι Χούτι απλούστατα δεν διαθέτουν τις στρατιωτικές δυνατότητες για να εμποδίσουν την πρόσβαση των πετρελαιοφόρων. Ανέφερε, ότι «αυτό αποτελεί μια εφεύρεση. Οι Χούτι δεν έχουν κάνει λόγο για κλείσιμο των στενών του Μπαμπ Ελ Μαντέμπ. Πρόκειται για ένα επιχείρημα ώστε να προσελκύσουν συμμάχους και κυρίως την Αίγυπτο, για την οποία τα έσοδα από τη Διώρυγα του Σουέζ είναι σημαντικά».
Εχθροί οι ισλαμιστές και η Αλ Κάϊντα
Ο Περεσίπκιν πρόσθεσε ότι οι Χούτι δεν είναι τρομοκράτες ούτε εξτρεμιστές, αντίθετα, θεωρούν την Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος εχθρούς τους.
Η κρίση στην Υεμένη δεν μπορεί να επιλυθεί με στρατιωτικά μέσα, διότι μια χερσαία επιχείρηση εγκυμονεί πολλές απώλειες, ενώ και μέσα στην ίδια την Υεμένη δεν υπάρχει σήμερα κάποια δύναμη ικανή να αντιμετωπίσει τους Χούτι. Επομένως, οι διαπραγματεύσεις είναι αναπόφευκτες.
Ο Ισάεφ ισχυρίζεται ότι οι βομβαρδισμοί δεν θα βοηθήσουν το Ριάντ και τους συμμάχους του να συντρίψουν τους Χούτι. Όπως ανέφερε, «η Σ.Αραβία θέλησε με τις αεροπορικές επιδρομές να δημιουργήσει ένα σχίσμα στην κοινωνία της Υεμένης, αλλά συνέβη το αντίθετο, καθώς αυτή συσπειρώθηκε απέναντι στον κοινό εχθρό».
Ο Στεπάνοφ προσθέτει ότι για την ώρα η κατάσταση στην Υεμένη από στρατιωτική άποψη βρίσκεται σε αδιέξοδο: «Οι βομβαρδισμοί μπορούν μόνο να επιβραδύνουν την προέλαση των Χούτι, οι οποίοι όμως ταυτόχρονα δεν διαθέτουν τους οικονομικούς πόρους για κυβερνήσουν τη χώρα. Δεν ελέγχουν τις κυριότερες πηγές εσόδων, δηλαδή την εξαγωγή υδρογονανθράκων και το λιμάνι του Άντεν, ενώ δεν μπορούν να υπολογίζουν σε βοήθεια από τις μοναρχίες του Περσικού κόλπου».
Όλα αυτά σημαίνουν ότι μετά την αεροπορική εκστρατεία θα αρχίσουν οι πολιτικές διαβουλεύσεις.
Ο ρόλος της Ρωσίας
Απαντώντας σε ερώτηση της RBTH, ο Ολέγκ Περεσίπκιν επεσήμανε ότι η Ρωσία δεν πρέπει να επέμβει με οποιοδήποτε τρόπο στα γεγονότα στην Υεμένη, καθώς πρόκειται για μια εσωτερική διένεξη. Ο διπλωμάτης πιστεύει ότι «πρέπει να ενθαρρυνθούν για πιο ενεργό ρόλο ο Αραβικός Σύνδεσμος ή η Αίγυπτος. Συγκεκριμένα οι Αιγύπτιοι μπορούν να διαδραματίσουν εκεί έναν θετικό ρόλο, ακόμη και να γίνουν το αντίβαρο στη Σ.Αραβία».
Ο Στεπάνοφ εκφράζει και αυτός τη βεβαιότητα ότι μια ρωσική ανάμιξη σ’ αυτή τη σύγκρουση δεν κρίνεται σκόπιμη, παρά τις μακροχρόνιες φιλικές σχέσεις με την Υεμένη. Κατά τον ίδιο, «είναι αναγκαία μια παρέμβαση μέσα από δυνάμεις της συγκεκριμένης περιοχής. Για παράδειγμα, ρόλο διαμεσολαβητή μπορεί να παίξει το Ομάν, καθώς ο σουλτάνος Καμπούς έχει καλές σχέσεις με όλες τις πλευρές που έχουν εμπλακεί στη σύγκρουση».
Πηγή: infognomonpolitics.blogspot.gr
Προσθήκη σχολίου