Η απόφαση του Ρώσου προέδρου, Βλάντιμιρ Πούτιν, για πώληση του αντιαεροπορικού/ αντιπυραυλικού συστήματος S-300 στο Ιράν έχει προκαλέσει αίσθηση στη Δύση.
Το εν λόγω πυραυλικό σύστημα – έκδοση του οποίου βρίσκεται και στο οπλοστάσιο των Ελληνικών ενόπλων δυνάμεων- όταν είχε πρωτοεμφανιστεί είχε χαρακτηριστεί αντάξιο, αν όχι ανώτερο, του αμερικανικού Patriot (που επίσης βρίσκεται στο ελληνικό οπλοστάσιο) και υπενθυμίζεται ότι η υπόθεση της πώλησής του στην Κύπρο είχε προκαλέσει την αντίδραση της Τουρκίας, με τελικό αποτέλεσμα την εγκατάστασή τους στην Κρήτη.
Το ζήτημα της πώλησης των S-300 στο Ιράν βρίσκεται στο επίκεντρο άρθρου- ανάλυσης του σμήναρχου της αμερικανικής πολεμικής αεροπορίας Κλιντ Χάινοτ στο Defense One. Όπως σημειώνεται, η εν λόγω πώληση σχεδιαζόταν εδώ και χρόνια, ωστόσο μπήκε στον «πάγο» το 2010, με την υιοθέτηση του Ψηφίσματος 1929 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. «Αν και το ψήφισμα αυτό δεν απαγόρευε συγκεκριμένα την πώληση πυραυλικών συστημάτων όπως οι S-300, καλούσε όλες τις χώρες να “είναι σε επαγρύπνηση και να δείξουν συγκράτηση” όσον αφορά στην πώληση όπλων στο Ιράν. Έκτοτε, η Ρωσία απείχε από την πώληση αυτών των όπλων. Τώρα άλλαξε γνώμη».
Το S-300 είναι ένα αυτοκινούμενο σύστημα πυραύλων επιφανείας- αέρος που συνδυάζει ισχυρά ραντάρ με πυραύλους υψηλής ταχύτητας και μακράς εμβέλειας. Είναι ικανό να καταρρίπτει εχθρικά αεροσκάφη σε μια πολύ ευρεία ζώνη, και ο ΝΑΤΟϊκός προσδιορισμός του είναι SA-10. «Το έχουμε μελετήσει και εκπαιδευτεί στην αντιμετώπισή του για χρόνια. Αν και δεν το φοβόμαστε, σεβόμαστε τους S-300 για αυτό που είναι: ένα πολύ ευκίνητο, ακριβές και θανατηφόρο πυραυλικό σύστημα» αναφέρει ο Αμερικανός σμήναρχος.
Συνεχίζοντας, ο Αμερικανός αξιωματικός αναλύει τους τρεις λόγους για τους οποίους η απόφαση της Ρωσίας για πώληση S-300 στο Ιράν είναι «μεγάλη υπόθεση»:
Αντιπροσωπεύει μία σημαντική μεταβολή στην ισορροπία στρατιωτικής ισχύος στην περιοχή. «Εδώ και πάνω από μια δεκαετία, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους ήταν σε θέση να εκλαμβάνουν την ελευθερία δράσης στους ουρανούς της Μέσης Ανατολής ως δεδομένη. Οι συμμαχικές δυνάμεις μπορούσαν να υπολογίζουν στην αεροπορική υποστήριξη και την ελευθερία ελιγμών.
Οι αντίπαλοι μπορούσαν να θεωρούν ότι ήταν ευάλωτοι σε παρατήρηση και επίθεση από αέρος, περιορίζοντας τις επιλογές τους και πείθοντας κάποιους εξ αυτών ότι δεν μπορούσαν να επιτύχουν τους στόχους τους μέσω στρατιωτικής ισχύος (“deterrence by denial”). Αυτό ίσχυε ειδικά για το Ιράν, οι αεράμυνες του οποίου υπέφεραν λόγω κυρώσεων. Η άφιξη των S-300 το αλλάζει αυτό». «Οι S-300 δεν αποτελούν τείχος στον ουρανό. Αν χρειαστεί, μπορούμε να του επιτεθούμε και να το νικήσουμε.
Για να γίνει αυτό, ωστόσο, απαιτείται προσπάθεια που είναι πολύ μεγαλύτερη, πολύ πιο ριψοκίνδυνη και πολύ πιο δαπανηρή. Πρόσφατα, είδαμε μια διαφωνία πάνω στην έκταση μιας πιθανής επίθεσης στις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, με κάποιους να υποστηρίζουν ότι θα ήταν σχετικά περιορισμένη και άλλους να υποστηρίζουν το αντίθετο. Με τους S-300 δεν τίθεται θέμα διαφωνίας.
Η αντιμετώπιση ενός συστήματος τέτοιου τύπου θα απαιτεί μεγάλη ανάπτυξη αεροπορικών, θαλάσσιων και επίγειων δυνάμεων, περιλαμβανομένων των πιο αποτελεσματικών – και ακριβών- αεροσκαφών και πυραύλων. Οι άνθρωποι και ο εξοπλισμός μας θα διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο, και η ολοκλήρωση της αποστολής θα είναι δυσκολότερη και πιο χρονοβόρα» γράφει ο Αμερικανός σμήναρχος.
Συνεχίζοντας, ο Αμερικανός αξιωματικός αναφέρει ότι πρόκειται για μεγάλη επιτάχυνση όσον αφορά στην εξάπλωση/ πολλαπλασιασμό των συστημάτων Α2/ΑD (Anti-Access/ Area Denial). «Το 2003 οι Άντριου Κρεπίνεβιτς, Μπάρι Γουάτς και Ρόμπερτ Γουόρκ προειδοποίησαν εναντίον της εξάπλωσης απειλών όπως οι S-300 σε μια μελέτη που εκδόθηκε από το Center for Strategic and Budgetary Analysis που δημιούργησε τον όρο “Anti-Access/ Area Denial” , ή A2/AD.
Υποστήριζαν ότι κράτη όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα θα αποκτούσαν συστήματα όπως οι S-300, αναγκάζοντας τις ΗΠΑ να αλλάξουν την προσέγγισή τους στην προβολή στρατιωτικής ισχύος. Αυτή η μέρα φαίνεται ότι έχει φτάσει. Για αυτό και πολλοί αξιωματούχοι, περιλαμβανομένου του Γουόρκ- που είναι αναπληρωτής υπουργός Άμυνας- έχουν ζητήσει την ανάπτυξη νέων τεχνολογικών προσεγγίσεων για την “αντιστάθμιση” προηγμένων οπλικών συστημάτων όπως οι S-300. Κάποιοι έχουν υποστηρίξει ότι αυτή η προσπάθεια στοχεύει άμεσα την Κίνα, αλλά η διάδοση των S-300 επιδεικνύει πώς τα περιβάλλοντα A2/AD αυξάνονται».
Όπως συνεχίζει ο Αμερικανός σμήναρχος, «συμβολίζει την επιστροφή σε μια εποχή γεωπολιτικού ανταγωνισμού. Μπορεί να μην επιθυμούμε την επιστροφή στις ημέρες που κάθε εξέλιξη στον κόσμο έπρεπε να αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα μιας πολιτικής αντιπαράθεσης με μια άλλη μεγάλη δύναμη. Είναι όλο και πιο προφανές, ωστόσο, ότι η Ρωσία βλέπει τον κόσμο υπό αυτό το πρίσμα. Οι δυτικές κυρώσεις- που εφαρμόστηκαν ως απάντηση στη ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία- έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη ρωσική οικονομία και έχουν αυξήσει την ένταση μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης.
Τώρα φαίνεται ότι η ένταση αυτή έχει επεκταθεί και στην υπόθεση του Ιράν. Με την επερχόμενη πώληση S-300 στο Ιράν, η Ρωσία έχει βρει έναν τρόπο να αυξήσει δραματικά το κόστος που θα έχουμε εάν κρίνουμε απαραίτητο να επέμβουμε εκεί».
Κλείνοντας, ο σμήναρχος Χάινοτ σημειώνει ότι η εκπαίδευση που απαιτείται στο πλαίσιο των προετοιμασιών απέναντι στους S-300 εντάσσεται στην κατηγορία των «απωλειών» από τις περικοπές του 2013 και του 2014. «Πρόσφατα η υπουργός Πολεμικής Αεροπορίας, Ντέμπορα Τζέιμς, δήλωσε ότι οι μισές μάχιμες μονάδες της Πολεμικής Αεροπορίας δεν είναι εκπαιδευμένες στο επίπεδο που απαιτείται για μια “high-end μάχη”. Μπροστά σε εξελίξεις όπως αυτή η ρωσική συμφωνία με το Ιράν, δεν πρόκειται για ένα καθησυχαστικό στατιστικό δεδομένο».
Πηγή: huffingtonpost.gr
Προσθήκη σχολίου