Συνέντευξη στην Θάλεια Χούντα
Οι εποχές που διανύουμε είναι σκληρές, μοναχικές. Το ευτύχημα είναι πως υπάρχουν κάποιες μορφές οι οποίες με την παρουσία τους μας προσφέρουν το ψυχικό σθένος για να τις αντιμετωπίσουμε. Μία τέτοια μορφή είναι ο Δεσπότης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος, μια εξέχουσα παρουσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο οποίος συνδυάζει πνευματική μόρφωση -Επίσκοπος, Συγγραφέας, Επίτιμος Διδάκτορας- και καλλιέργεια ψυχής, που τον κάνουν να είναι μοναδικός. Στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχωρεί στο «Δημοτικό Μέλλον», δεν διστάζει να απαντήσει για όλα τα θέματα, και να μας παραθέσει την προσωπική του άποψη.
Ιεράρχης, συγγραφέας, επίτιμος διδάκτορας· το αρχικό σας όραμα να φέρετε το σχήμα έχει πραγματοποιηθεί;
Είναι δύσκολο να απαντήσω ποιό ήταν το αρχικό μου όραμα-στόχος και αν αυτό πραγματοποιήθηκε. Γιατί, όταν έγινα Κληρικός, δεν είχα ιδιαίτερο όραμα, αλλά είχα μια αγάπη για τον Θεό και τον λαό, μια έμπνευση, μια κατά κάποιον τρόπο τρέλα, που ποτέ δεν τελειώνει, γιατί δεν υπάρχουν όρια της αγάπης. Έχοντας αυτήν την αγάπη εγκατέλειψα δυνατότητα ακαδημαϊκής εξέλιξης, δεν σκεφτόμουν καθόλου να γίνω Επίσκοπος, αλλά περιόδευα στα χωριά και τις Ενορίες της Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας, στην παραμεθώρια αυτή επαρχία, ερχόμενος σε επικοινωνία με τον πονεμένο λαό. Ομιλούσα, έγραφα, διοργάνωνα εκδηλώσεις και πολλά άλλα. Το ότι αργότερα έγινα Επίσκοπος, συγγραφέας και επίτιμος Διδάκτορας ήταν απόρροια αυτής της αγάπης μου. Ούτε ιδιαίτερο όραμα είχα, ούτε μπορώ να πω ότι πραγματοποιήθηκε, αφού ο πόνος στους ανθρώπους περισσεύει και δεν μπορώ να ανταποκριθώ πλήρως σε αυτό το έργο.
Ως Μητροπολίτης έχετε πνευματική και διοικητική ευθύνη για το Ποίμνιό σας. Πόσο “βαρύ” νιώθετε αυτό το ιερό καθήκον στους ώμους σας;
Το έργο του Επισκόπου-Μητροπολίτου είναι βαρύ από όποια πλευρά και αν το πάρη κανείς. Μερικοί βλέπουν την κοινωνική δόξα του αξιώματος, όπως εκφράζεται και με την ιδιαίτερη ενδυμασία, κατά την θεία Λειτουργία. Αυτό όμως δεν αξίζει τίποτα μπροστά στο καθήκον που έχει να επιτελέση, που είναι να ζη με θυσιαστική αγάπη και εθελούσια προσφορά, να σταυρώνεται καθημερινά. Η βαρύτητα του επισκοπικού έργου φαίνεται αφ’ ενός μεν στις δικές μου αδυναμίες, αφού δεν μπορώ να ανταποκριθώ σε όλες τις ανάγκες των ανθρώπων, αφ’ ετέρου δε στο ότι έχουμε έλλογο και όχι άλογο ποίμνιο. Δηλαδή οι άνθρωποι διαθέτουν νοερό και αυτεξούσιο, νου και ελευθερία, και δεν είναι δυνατόν κανείς να παραβιάζη την ελευθερία τους, έστω και για το καλό τους. Έτσι, το πρόβλημα του Κληρικού είναι πως θα συνδυάση την προσωπική ελευθερία με την ενότητα του συνόλου, οπότε ούτε η ελευθερία να καταργή την ενότητα, ούτε και η ενότητα να αφανίζη την ελευθερία του προσώπου. Επίσης, άλλο πρόβλημα είναι το πως η πίστη δεν θα γίνη ιδεολόγημα, αλλά φάρμακο για θεραπεία. Αυτό είναι το βάρος της αρχιερατικής διακονίας.
Η πρόσφατη εμπλοκή της Εκκλησίας στους πολιτικούς και κοινωνικούς φορείς της ζωής μας πλήγωσε πολύ κόσμο. Τι μπορεί να κάνη η Εκκλησία για να επουλώση τις πληγές αυτές;
Έχω μια σταθερή άποψη που την εκφράζω παντού ότι η Εκκλησία δεν πληγώνει τους ανθρώπους, δεν τους τραυματίζει, αλλά αγαπά τους πάντες, τους αμαρτωλούς και τους “αθέους”, τους αγκαλιάζει ως μητέρα και τους τρέφει ως υπομάζια βρέφη. Ενίοτε τα μέλη της Εκκλησίας (Κληρικοί, μοναχοί, λαϊκοί) με τα πάθη τους πληγώνουν τους ανθρώπους, μερικές φορές και την ίδια την Εκκλησία. Στην προκειμένη περίπτωση που κάνετε λόγο έχω έντονο προβληματισμό κατά πόσον οι εκκλησιαστικοί ενεπλάκησαν με τους πολιτικούς η οι πολιτικοί και διάφοροι άλλοι φορείς χρησιμοποίησαν τους «εκκλησιαστικούς». Υπάρχει πιθανόν μια αλληλεπίδραση και αλληλοεμπλοκή. Δεν μπορώ όμως να εντοπίσω τα ποσοστά της εμπλοκής. Πάντως, δημιουργούνται διάφορες «αμαρτωλές» εμπλοκές, οι οποίες δεν τραυματίζουν μόνον τους ανθρώπους, αλλά και την ίδια την Εκκλησία. Όμως, γνωρίζουμε από την όλη θεολογία ότι η Εκκλησία δέχεται με την μετάνοια τους πληγωμένους ανθρώπους (Κληρικούς και λαϊκούς) και τους θεραπεύει.
Η Εκκλησία έχει συμμετοχή στην ιστορία του τόπου μας, όποια κι αν είναι αυτή. Οφείλουμε να την γνωρίζουμε;
Στην εποχή μας δεν δικαιολογείται άγνοια στους διαφόρους τομείς. Έπειτα, η επιστημονική αρχή είναι «τίποτε να μην απορρίπτη κανείς και τίποτε να μη δέχεται αμέσως». Χρειάζεται έρευνα σε όλα τα θέματα με ειλικρίνεια και χωρίς φανατισμό. Έτσι, η Εκκλησία προσέφερε πολλά σε αυτόν τον τόπο. Θα αναφέρω ένα απλό και εκπληκτικό παράδειγμα. Παλαιοί μοναχοί της Ιεράς Μονής Σινά, όπως διαπίστωσα σε μια επίσκεψή μου, διέσωσαν ακόμη και τα έργα του Αριστοφάνη, αντιγράφοντάς τα. Τελικά όμως θα πρέπει να μάθουμε να βλέπουμε την ουσία και το περιεχόμενο της αληθινής εκκλησιαστικής ιστορίας, που είναι τα συναξάρια των αγίων, στα οποία φαίνεται η νοηματοδότηση της ζωής, η υπέρβαση του θανάτου, η αποδοχή της αλλότριας ενοχής, η θυσία υπέρ των αδελφών, η αγάπη ακόμη και στα ζώα. Πρόκειται για μια γνήσια ανθρωπολογία, χωρίς μιζέρια και κατάθλιψη. Δηλαδή, η Εκκλησία έχει μια οριζόντια κοινωνική διάσταση, αλλά προ παντός μια κάθετη διάσταση που αρχίζει από την καρδιά και φθάνει στον Θεό. Έτσι σχηματίζεται ένας σταυρός και πάνω στον σταυρό βρίσκεται το πραγματικό μέλος της Εκκλησίας ως ο «υπεράνθρωπος» όχι του Νίτσε, αλλά της θείας Χάριτος.
Ποιά είναι η θέση σας για την κοινωνική συμπεριφορά αρκετών μοντέρνων ζευγαριών, που επιλέγουν την τέλεση των μυστηρίων της βάπτισης και του γάμου συγχρόνως;
Σηκώνει πολλή συζήτηση ο ορισμός του μοντερνισμού. Πολλές φορές αυτό που νομίζουμε ως μοντέρνο, είναι οπισθοδρομικό, και αυτό που ονομάζουμε παραδοσιακό είναι γεμάτο από ζωή. Ξέρουμε δε ότι, όπως ανέλυσε ο Κένεθ Γκέργκεν, τον διαφωτισμό ακολούθησε ο ρομαντισμός και αυτόν ακολούθησε ο μοντερνισμός και ο μεταμοντερνισμός. Σήμερα στην μετανεωτερικότητα καταλαβαίνουμε ότι τα προβλήματα είναι πολυσύνθετα, στην βάση τους δε υπαρξιακά, γι\’ αυτό αναπτύσσεται η υπαρξιακή φιλοσοφία και ψυχολογία, ο σουρεαλισμός στην τέχνη κλπ. Έτσι, είτε συνδέεται η βάπτιση με τον γάμο είτε όχι, το θέμα είναι να καταλάβουμε το νόημα των μυστηρίων και τον τρόπο με τον οποίον τα πλησιάζουμε, ότι δεν είναι κοινωνικές εκδηλώσεις, αλλά υπαρξιακές και πνευματικές καταστάσεις. Τελικά, την μεγαλύτερη ευθύνη την έχουμε εμείς οι Κληρικοί, που οφείλουμε να ποιμαίνουμε τους ανθρώπους και να τους ενημερώνουμε. Δυστυχώς επικρατεί μεγάλη άγνοια στον λαό, αλλά μερικές φορές και αδράνεια στους Κληρικούς.
Πρόσφατα η Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία υιοθέτησε το επιστημονικό σας έργο. Θέλετε να μας ενημερώσετε και για το έργο σας αυτό;
Αυτό που έγινε είναι ότι η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία σε βιβλίο που εξέδωσε με τίτλο «Εγχειρίδιο Ψυχοθεραπείας και Θρησκευτικής Ποικιλομορφίας», συμπεριέλαβε ένα κεφάλαιο που έγραψε ο Τόνυ Γιούνγκ, στο οποίο κάνει λόγο για την ψυχοθεραπεία που υπάρχει στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Σε αυτό όχι μόνον μνημόνευσε τα έργα μου για την Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, αλλά και έκανε μια περίληψη των θέσεών μου και υπογράμισε την αξία της Ορθοδόξου Θεολογίας και της εκκλησιαστικής πρακτικής ως προς την θεραπεία των διαφόρων ψυχολογικών προβλημάτων που απασχολούν τους ανθρώπους, όπως η κατάθλιψη κ.α. Στα βιβλία μου αυτά αναπτύσσω την άποψη ότι η Εκκλησία δεν είναι απλώς μια θρησκεία που ικανοποιεί το θρησκευτικό συναίσθημα του ανθρώπου, η «τις απαιτήσεις ενός προσβεβλημένου» Θεού, αλλά είναι πνευματικό νοσοκομείο που θεραπεύει τις πνευματικές ασθένειες των ανθρώπων. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη θεραπείας και όχι ο Θεός. Μια τέτοια θεώρηση είναι παραδοσιακή αλλά και μοντέρνα πράξη, γιατί όπως έλεγε και ο Βίκτωρ Φράνκλ, τον σύγχρονο άνθρωπο τον απασχολεί η «τραγική τριάδα», δηλαδή ο πόνος, οι ενοχές και ο θάνατος. Εκεί βρίσκεται η ουσία όλων των ψυχολογικών και κοινωνικών προβλημάτων. Και σε αυτό βοηθά αποτελεσματικά η Εκκλησία, όχι όπως την ξέρουν μερικοί ως θρησκευτικό σωματείο και ως παράρτημα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, αλλά όπως είναι στην πραγματικότητα και οι πολλοί το αγνοούν.
Πηγή: amen.gr
Προσθήκη σχολίου